Ζωστηρίας

Ζωστηρίας
Ζωστηρίᾱς , Ζωστήριος
of
fem acc pl
Ζωστηρίᾱς , Ζωστήριος
of
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ζωστήρ — Αρχαία ονομασία ακρωτηρίου της Αττικής. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Σαρωνικού, κοντά στη σημερινή Βουλιαγμένη. Σύμφωνα με την παράδοση, στον Ζ. στάθμευσε για λίγο η Λητώ, όταν πήγαινε στη Δήλο για να γεννήσει. Εκεί έλυσε τον ζωστήρα της και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”